- λαχανισμός
- λᾰχᾰν-ισμός, ὁ,A cutting or gathering of vegetables,
ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111
, cf. PTeb.117.73 (i B.C.).II being at grass, of horses, Hippiatr.129.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111
, cf. PTeb.117.73 (i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων … Dictionary of Greek
λαχανισμοῦ — λαχανισμός cutting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανισμόν — λαχανισμός cutting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα … Dictionary of Greek